Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Χρώματα κι αρώματα

Τις προάλλες η κε του μπλοκ παρακολούθησε μια σκεπτόμενη χολιγουντιανή ταινία –σπάνιο είδος που τελεί υπό εξαφάνιση- που έδωσε την αφορμή για τη σημερινή ανάρτηση. Η ταινία έχει τον τίτλο Pleasantville (παραγωγής 1998) και αναφέρεται σε ένα φανταστικό ασπρόμαυρο σίριαλ της παλιάς αμερικάνικης τηλεόρασης και την ομώνυμη πόλη, όπου όλα κυλούν αρμονικά κι αγγελικά πλασμένα, χωρίς σκοτούρες, προβλήματα κι αντιφάσεις.



Οι οικογένειες είναι ευτυχισμένες και συγκεντρώνονται χαμογελαστές γύρω από το τραπέζι, για να απολαύσουν ένα πλούσιο πρωινό, όπως στις διαφημίσεις –που έλεγε ειρωνικά και η αλέκα, σε μια παλιότερη τηλεοπτική της εμφάνιση. Οι παίκτες της σχολικής ομάδας μπάσκετ έχουν εξωφρενική ευστοχία από όποια θέση και να σουτάρουν, γιατί δε νοείται να μην υπάρχει αίσια κατάληξη, έστω και σε ένα απλό σουτ στην προπόνηση. Οι γεωγραφικές γνώσεις των μαθητών περιορίζονται στους δύο κεντρικούς δρόμους της πόλης, καθώς δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτή, ενώ τα βιβλία έχουν μόνο λευκές σελίδες, χωρίς περιεχόμενο. Τα δημοφιλή αγόρια φλερτάρουν τα πιο όμορφα κορίτσια και όταν φουντώνουν τους χαρίζουν κονκάρδες, γιατί δεν ξέρουν τι σημαίνει έρωτας και πώς αλλιώς να κορυφώσουν –κι αυτό ισχύει και για τους ενήλικες της σειράς, ακόμα και για τους γονείς!

Κάθε ρόλος νιώθει να εκπληρώνει το σκοπό της ζωής του μέσω καθορισμένων, μηχανικών κινήσεων και μιας καθημερινής ρουτίνας, που αν διαταραχτεί, τους αναστατώνει. Για παράδειγμα όταν γυρίζει ο οικογενειάρχης στο σπίτι με την κλασική ατάκα «honey I m home», μένει σύξυλος στην είσοδο να την επαναλαμβάνει, μέχρι να πάρει απάντηση, όπως λέει το σενάριο. Όλα λειτουργούν βάση σχεδίου κι ενός συγκεκριμένου προγράμματος κι άπαντες νιώθουν ευτυχισμένοι, σύμφωνα με το σενάριο και το γενικότερο κλίμα ευφορίας των μεταπολεμικών χρόνων σε ένα εύρωστο αμερικανικό καπιταλισμό, με κυρίαρχη αξία την καταναλωτική αφθονία ως αδιάψευστο κριτήριο ευημερίας.

Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας σύγχρονός μας συνεσταλμένος έφηβος, που βλέπει φανατικά τη σειρά και αποστηθίζει όλες τις ατάκες της και μεταφέρεται ξαφνικά μαζί με τη συνομήλικη αλλά πιο προχωρημένη αδερφή του στο περιβάλλον της Pleasantville, όπου ενσαρκώνουν τα δύο παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας και καλούνται να παίξουν κανονικά τους ρόλους τους και να ζήσουνε μες στο σίριαλ, χωρίς να αλλάξουν τίποτα από τα κρατούντα ήθη και έθιμα. Η κοπέλα όμως λυγίζει σχετικά γρήγορα και «διαβρώνει» κάποιους συμμαθητές της, μυώντας τους στα μυστικά του έρωτα και της σεξουαλικής επαφής. Η ακολασία παίρνει σταδιακά διαστάσεις επιδημίας, με ανεπανόρθωτες συνέπειες στην ευτυχισμένη ηρεμία της πόλης, καθώς οι ‘βλάσφημοι’ χάνουν μαζί με την αθωότητα και την ασπρόμαυρη όψη τους, αποκτώντας χρώμα –κι ενώ όλα το σκηνικό παραμένει ασπρόμαυρο.



Όταν το στίγμα αρχίζει να εξαπλώνεται σε φιλήσυχους πολίτες, πέραν πάσης υποψίας, οι αρχές της πόλης αποφασίζουν να περιφρουρήσουν τα χρηστά ήθη της Pleasantville κι εξαπολύουν εκστρατεία κατά των έγχρωμων, καταστρέφοντας το στέκι, τα έργα και τα βιβλία που διάβαζαν –σαφής αιχμή για τις φυλετικές διακρίσεις και τον μακαρθικό παροξυσμό της εποχής (και όχι μόνο). Οι έγχρωμοι αναγκάζονται να ενωθούν και να αντισταθούν με όπλο το χρώμα, την τέχνη και τον έρωτα –περίπου όπως τα παιδιά των λουλουδιών- με ορόσημο της αντίδρασής τους την πρωτομαγιά! Και επικρατούν τελικά, γιατί ο θυμός κι η καταδιωκτική μανία των αρχών αποδεικνύονται εξίσου καταστροφικά για την ειδυλλιακή, ασπρόμαυρη απλότητα της Pleasantville και τη γεμίζουν χρώμα.

No ColoREDS
Δεν πρόκειται βέβαια για ένα τυπικό αίσιο τέλος (χάπι εντ) που τα απλουστεύει όλα, παρά μόνο για το τέλος της ασπρόμαυρης προϊστορίας –και την απαρχή της πραγματικής ιστορίας, θα προσθέταμε εμείς, που μόλις τώρα ξεκινά να ξετυλίγει το κουβάρι της. Στην τελευταία σκηνή οι κάτοικοι συζητάν κι αναρωτιούνται τι θα κάνουν την ελευθερία τους και γενικώς τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα. Κι η αλήθεια είναι πως δεν έχουν ιδέα. Τους αρκεί όμως πως εξέπεσαν από έναν ψεύτικο παράδεισο και νιώθουν έτοιμοι να αναμετρηθούν με τις αντιθέσεις της πραγματικής ζωής.

Η ταινία αποδομεί αυτόν τον παράδεισο και μαζί τη συλλογική φαντασίωση-ανάμνηση ενός λαού για τον παλιό, καλό καιρό. Σατιρίζει καυστικά το «σενάριο» της σημερινής κοινωνίας, με τους αυστηρά καθορισμένους ρόλους και τις άδειες ζωές, χωρίς περιεχόμενο. Παίζει με διάφορους συμβολισμούς –όπως για παράδειγμα το μήλο της γνώσης και της ακολασίας και τους έκπτωτους πρωτόπλαστους. Και δίνει ένα σπουδαίο μάθημα για τις αντιθέσεις της πραγματικής ζωής –δε δίνουν μόνο η αγάπη κι η γνώση το χρώμα, αλλά κι ο θυμός- όπου δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο, για να μπορούν να χωρέσουν σε απλοϊκά στερεότυπα. Καταφέρνει λοιπό να φτάσει αρκετά μακριά, ίσως πολύ μακρύτερα απ’ όσο θα έφτανε ο μέσος αμερικανός που την παρακολούθησε.

Και ερχόμαστε έτσι στα καθ’ ημάς. Όπου το μπλοκ της μαύρης αντίδρασης μαυρίζει τις δικές μας ζωές και έχει στην υπηρεσία του μαύρους διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων να το θωρακίζουν με τη δράση τους. Αλλά δεν περιμένει να χιονίσει, για να δει άσπρη μέρα. Φροντίζει να το κάνει από μόνο του, με λευκοφρουρούς και λευκά κελιά, λευκές νύχτες για τα καταστήματα και λευκές εβδομάδες για τα σχολεία και τους μεγαλοξενοδόχους.

Αλλά το πιο βαθύ, μαύρο σκοτάδι έρχεται λίγο πριν την αυγή. Και στη ζωή δεν είναι όλα άσπρο – μαύρο· υπάρχει κι η διαλεκτική, που ξέρει να διακρίνει τη συνύπαρξή τους –από τη ζέβρα μέχρι τα σκυλάκια δαλματίας- και την ενότητα μες στη διαφορά –το μαύρο είναι κατ’ ουσίαν μια πολύχρωμη μουτζούρα που περιλαμβάνει όλα τα χρώματα, όπως εξάλλου και το λευκό, έστω δια της απουσίας τους.

Κι εκτός αυτού υπάρχει το χρώμα. Όχι τα πράσινα άλογα της πράσινης ανάπτυξης. Ούτε και οι ροζ ξεπλυμένες θέσεις, που μπήκαν στο πλυντήριο συνειδήσεων μετά την κάθαρση του 89’ ή το πένθιμο μοβ κι η κινηματική μαυρίλα, με το συμπλήρωμα της παρδαλής πολυσημίας, που λέει πολλά, χωρίς να εννοεί τίποτα.

Αλλά το ταξικό κόκκινο. Άλικο σαν το αίμα των αγωνιστών που θυσιάστηκαν και το μεταλαβαίνουμε σήμερα σαν κρασί στη θεία κοινωνία, που δε σκοπεύουμε να το νερώσουμε και να το κάνουμε ροζέ ή κίτρινο, σαν τη διεθνή του κάουτσκι, που του έμεινε δικαίως η ρετσινιά του λακέ της αστικής τάξης. Κι όπως λένε οι έμπειροι πότες, η παραζάλη και οι αυταπάτες από τη σοσιαλδημοκρατική ρετσίνα είναι από τα χειρότερα μεθύσια, που μπορεί να έχει ένας λαός.

Ο οποίος έχει μια τάση –κι εμείς μαζί- να τα κάνει όλα σοκολατί, ή τέλος πάντων κάτι ομόχρωμο, που δε μυρίζει και τόσο ωραία. Αλλά στο τέλος θα βάλει το κόκκινο δρεπάνι, εκείνο που τον κάνει να μοιάζει κουκουέ. Και ήξερες σφε αναγνώστη, πως το κόκκινο στα ρώσικα σημαίνει και «όμορφο» κι η κόκκινη πλατεία λεγόταν έτσι, πολύ πριν εμφανιστούν οι μπολσεβίκοι στο ιστορικό προσκήνιο;

Το ζητούμενο της εποχής μας είναι να γκρεμίσουμε το μουντό γκρίζο που μας πλακώνει με χίλιους τρόπους κάθε μέρα και να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας, για να γεμίσουμε τις ζωές μας χρώμα κόκκινο και ταξικό, του έρωτα και της επανάστασης. Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη, ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο. Θα φροντίσουμε εμείς για αυτό.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ευρωφετιχισμός

Αυτό το μήνα το περιοδικό unfollow έχει αφιέρωμα στο ευρώ και το ζήτημα της παραμονής ή της εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη. Για να ‘μαι ειλικρινής το πήρα περισσότερο για το άρθρο του μπογιόπουλου, που είναι καθαρά κείμενο γραμμής και βάζει ολοκληρωμένα τις θέσεις του κόμματος για το νόμισμα και το πλαστό δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Διαβάζοντας ωστόσο και τα άλλα άρθρα του αφιερώματος, βρήκα την αφορμή να μοιραστώ κάποιες σχετικές σκέψεις με τη βάση του μπλοκ.

Υπάρχει καταρχάς μια άποψη που μας εγκαλεί και επισημαίνει πως πρέπει να υποδείξουμε επιτέλους συγκεκριμένα, με στοιχεία και ονόματα, τα επιχειρηματικά συμφέροντα και τη μερίδα της αστικής τάξης που φλερτάρει με το ενδεχόμενο της εγκατάλειψης του ευρώ· διαφορετικά καταλήγουμε να σιγοντάρουμε την κυβερνητική προπαγάνδα για το περιβόητο «λόμπι της δραχμής», που κανείς δεν κάνει τον κόπο να το δείξει και να το ορίσει.

Προσωπικά δεν αμφιβάλλω καθόλου πως η συμμετοχή στο ευρώ αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και δεν πρόκειται να παραιτηθεί εύκολα από αυτήν. Θεωρώ πάντως εξίσου αναμφίβολο πως υπάρχει και μια μερίδα καπιταλιστών που είδαν τα συμφέροντά τους να πλήττονται κατά τη διάρκεια της κρίσης και θα καλοέβλεπαν μια πιθανή εναλλακτική λύση επιστροφής σε εθνικό νόμισμα και μεγαλύτερου προστατευτισμού της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να αποτελούν ωστόσο πλειοψηφική δύναμη.

Κατά τη δική μου αντίληψη η ουσία του ζητήματος δε βρίσκεται σε αυτό. Η στρατηγική χάραξη του ελληνικού καπιταλισμού δεν εξαντλείται στα υπαρκτά αντικρουόμενα συμφέροντα και τις ενδοαστικές αντιθέσεις. Συμπεριλαμβάνει και τους τακτικούς ελιγμούς του ενιαίου (μες στις αντιθέσεις του) «αστικού λόμπι», που προετοιμάζει εναλλακτικές για κάθε πιθανό σενάριο. Κι ανάμεσά τους για μια πιθανή επικείμενη έξοδο από το ευρώ, είτε ως «δική μας» επιλογή, είτε με την αποπομπή της χώρας από το ευρώ, με πρωτοβουλία της κομισιόν και της γερμανίας. Και η βασική πολιτική εφεδρεία του συστήματος, που θα κληθεί να διαχειριστεί ως κυβέρνηση μια τέτοια κατάσταση, θεωρώ πως είναι ο σύριζα.

Αυτό το νόημα έχει κατά τη γνώμη μου η περίφημη φράση του τσίπρα για το «ευρώ που δεν είναι φετίχ» -αν και ο σύριζα πίνει νερό στο όνομα της εε και της ευρωπαϊκής προοπτικής. Αλλά αυτό είναι και το στίγμα της λεγόμενης «αριστερής κριτικής» που ασκεί στο σύριζα πχ ο λαπαβίσας κι η κίνηση των χιλίων (;) που αναλύει την τρέχουσα κρίση ως κρίση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και θέλει να καταστήσει πιο φτηνά κι ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα μέσω εθνικού νομίσματος.

Παρόμοια εκτίμηση για τον χαρακτήρα της κρίσης και την προοπτική διεξόδου από αυτήν έχει κι ο αλαβάνος, που καθιστά απολύτως σαφές ακόμα και από το όνομα της πολιτικής του κίνησης (σχέδιο β’) πως αναφέρεται σε ένα εναλλακτικό σχέδιο για την ελληνική οικονομία, εννοώντας προφανώς την καπιταλιστική ελλάδα –γιατί η οικονομία, όπως κι η πατρίδα δεν είναι ταξικά ουδέτερες έννοιες. Το σχέδιο β’ δεν αφορά κάποιο τρίτο δρόμο ή εναλλακτικό σχέδιο της εργατικής τάξης με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, παρά τις δημαγωγικές αναφορές. Στην ουσία δεν είναι παρά το εναλλακτικό σχέδιο της ελληνικής αστικής τάξης και σε αυτήν ακριβώς απευθύνεται.

Δεύτερο ζήτημα. Εφόσον το ευρώ αποτελεί στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης δε θα έπρεπε να συγκρουστεί με αυτήν το εργατικό κίνημα, προβάλλοντας ως στόχο πάλης την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη; Καταρχάς είναι αυτονόητο νομίζω πως τασσόμαστε κατά της ευρωζώνης αλλά και της ευρωπαϊκής ένωσης συνολικά. Και πως αν η ελλάδα καταστεί ο αδύναμος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στην ευρώπη, θα υιοθετήσει μεταξύ άλλων και δικό της νόμισμα (αδιάφορο αν θα το πούμε δραχμή, μνα, ή δηνάριο, όπως έλεγε κι η αλέκα), μακριά από την ‘ευρωσοσιαλιστική’ προοπτική που φαντάζεται ο ευρωκομμουνιστής μηλιός και διάφοροι ευρωλιγούρηδες ομοϊδεάτες του. Η διαφωνία μας δεν έγκειται σε αυτό το σημείο, αλλά στο αν μπορεί να απομονωθεί αυτός ο στόχος πάλης και να προβληθεί αυτόνομα ως άμεσο αίτημα.

Ας ξεκινήσουμε με μια γενική παρατήρηση σχετικά με τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης στην ελλάδα και διεθνώς. Στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα μετά την κρίση του 73’ ήταν πχ η εγκατάλειψη του κεϊνσιανού μοντέλου κι η γενική στροφή στο νεοφιλελευθερισμό. Στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου ήταν επίσης στην χώρα μας το μνημόνιο, με στόχο τη μεγάλη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης και την κινεζοποίηση του μέσου μισθού και μεροκάματου, που προωθείται σε όλες τις χώρες της εε, είτε με μνημόνιο, ευρώ και το δντ, είτε χωρίς αυτά. Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι οι κομμουνιστές αντιπαλεύουν τόσο τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, όσο και το μνημόνιο με τις δραματικές συνέπειες για το βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού. Αυτή η πάλη όμως δε γίνεται από η σκοπιά της επιστροφής στον κεϊνσιανισμό και το 09’ πριν από την κρίση και το μνημόνιο. Κι είναι καθαρό σε όλους πως δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα ρηχό αντιμνημονιακό ή αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο –ή αντιστοίχως σε ένα μέτωπο κατά του ευρώ, που θα αποτυγχάνει να δώσει πειστικές απαντήσεις στα κομβικά ζητήματα της συγκυρίας.

Όπως έχουμε αναλύσει αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, η κρίση δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ των χωρών που είναι εκτός ή εντός ευρωζώνης κι απαιτεί μια συνολική πολιτική αντιπρόταση, που δε θα περιοριστεί στο θέμα του νομίσματος· ούτε σε μια σκέτη ρήξη ή αποδέσμευση από την εε, χωρίς άλλες αλλαγές. Το αίτημα της αποδέσμευσης μπορούσε να προβάλλεται αυτόνομα σε άλλες εποχές, που η ρήξη με την εοκ πχ σήμαινε αυτομάτως σχεδόν προσέγγιση με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Σήμερα όμως δεν μπορεί να νοηθεί ως πρώτο βήμα σε έναν άλλο δρόμο, χωρίς να συνδεθεί άμεσα με το δεύτερο, με το τρίτο και γενικά με ένα επαναστατικό άλμα.

Για να παραφράσω ένα γνωστό τσιτάτο του βλαδίμηρου, ένας τέτοιος στόχος αποκομμένος από το στρατηγικό ζήτημα της επανάστασης και της εξουσίας, θα είναι είτε αντιδραστικός (από την σκοπιά μιας εθνικιστικής αναδίπλωσης) είτε απραγματοποίητος. Κι εδώ φαίνεται πόσο ουτοπικός είναι στην πράξη ο ρεαλισμός του εφικτού και η ρεφορμιστική λογική των μικρών σταδιακών αλλαγών, που θα ανοίξουν θεωρητικά το δρόμο στις μεγαλύτερες {αν διαβάσει κανείς πχ το άρθρο του βατικιώτη από το ίδιο αφιέρωμα –του ναρίτη οικονομολόγου που επιμελείται τα ντοκιμαντέρ του χατζηστεφάνου-, θα γελάσει και θα φοβηθεί ταυτόχρονα με την πρόχειρη αφέλεια που διακρίνει την ανάλυσή του για τις ευεργετικές συνέπειες μιας πιθανής εξόδου από το ευρώ στα σημερινά δεδομένα}.

Μια λογική που πιστεύει πως μπορεί να αφήσει ένα βράχο ακίνητο στη μέση μιας πλαγιάς, ενώ στην πραγματικότητα, όσο δε στοχεύει να τον σπρώξει στην κορυφή, θα παρασυρθεί και θα κατρακυλήσει αναπόφευκτα στον κατήφορο –με αυτή τη γλαφυρή παρομοίωση περιγράφει αν θυμάμαι καλά κάπου η ρόζα λούξεμπουργκ τις μικροαστικές αυταπάτες. Κι η οποία, όσο ξορκίζει το επαναστατικό άλμα, θα καταλήγει σε θεωρητικές ακροβασίες πάνω σ’ ένα σχοινί, που θα κοπεί στην πρώτη δοκιμασία και την πρώτη επαφή με τις αιχμές της πραγματικής ζωής.

Έτσι, αυτό που μένει πίσω είναι η αρκετά διασκεδαστική διαπάλη μεταξύ των διάφορων αποχρώσεων κι εκδοχών ενός μεταβατικού σχεδίου. Όπου η πιο «αριστερή, ριζοσπαστική» του εκδοχή βλέπει τα επιχειρήματά της κατά του «μαξιμαλιστικού κκε», που «παραπέμπει τα πάντα στη δευτέρα παρουσία του σοσιαλισμού» να γυρίζουν μπούμερανγκ εναντίον της στη διαμάχη με όσους προτείνουν εδώ και τώρα άμεση έξοδο από την ευρωζώνη και ρήξη με την εε σε πρώτη φάση, ή ακόμα χειρότερα, ρήξη με την ευρωζώνη (!) και ακύρωση του μνημονίου ως πρώτο βήμα. Ή αντιπαραθέτουν στο αίτημα της διαγραφής του χρέους τη μερική διαγραφή του, το λογιστικό έλεγχο, την επαναδιαπραγμάτευση, την παύση πληρωμών… και πάει λέγοντας, με διάφορες εκπτώσεις, πάντα στο όνομα του ρεαλισμού και του δοσμένου χαμηλού επίπεδου συνειδητοποίησης των λαϊκών μαζών.

Εάν όμως ενδιαφερόμαστε για την άνοδο του επιπέδου της λαϊκής συνείδησης, που δεν μπορεί να φτάσει κατευθείαν στην αναγκαιότητα της επανάστασης, αυτό σημαίνει κατά τη δική μου αντίληψη πως κάποια αιτήματα μπαίνουν πρωτίστως για ζύμωση κι όχι ως στόχοι που θα πραγματοποιηθούν στο δοσμένο πλαίσιο, δίνοντας άμεση διέξοδο από την κρίση. Μπαίνουν δηλ ως στόχοι πάλης για την εργατική τάξη, που μες στον αγώνα αρχίζει να συνειδητοποιεί πως η αστική τάξη δεν μπορεί και δε θέλει –παρά μόνο ως τακτικό ελιγμό, αν συρθεί από τις εξελίξεις- να τους ικανοποιήσει. Και έτσι μπαίνει επιτακτικά το ερώτημα «ποιος θα υλοποιήσει αυτά τα αιτήματα» και τίθεται από την ίδια τη λογική των πραγμάτων το ζήτημα της εξουσίας.

Μόνο με αυτή την έννοια θα είχε αξία να μιλά κανείς για κάποια «μεταβατικά αιτήματα». Και όχι με την ουτοπική περιγραφή ενδιάμεσων, κεϊνσιανών μοντέλων (σταδίων) ως πρώτο βήμα δήθεν προς το σοσιαλισμό, και με τη φαντασίωση μεταβατικών κυβερνήσεων και δυαδικής εξουσίας.
Αντ’ αυτού ωστόσο, όσοι υπέκυψαν στη γοητεία του «εφικτού σοσιαλισμού» και είναι σε αναζήτηση του σύγχρονου μιτεράν για να τον εφαρμόσει, περιγράφουν στο λαό παραμυθένια σχέδια με ταχεία οικονομική ανάκαμψη, εύκολη διέξοδο από την κρίση, προσφέροντας έτσι την χειρότερη υπηρεσία στο κίνημα. Γιατί το εθίζουν στη λογική των εύκολων (κυβερνητικών ως επί το πλείστον) λύσεων και αναπαράγουν το απόστημα της ανάθεσης και του καναπέ.


Κι αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο σημείο με το οποίο κλείνει και το σημείωμα. Ο λαός δεν πρέπει να μας βρει παρασυρμένος από δημαγωγικές υποσχέσεις, αλλά αποφασισμένος και ατσαλωμένος για μια δύσκολη πορεία χωρίς ροδοπέταλα, όπου δε θα αποφύγει τις θυσίες, αλλά θα γνωρίζει πως αυτή είναι η μόνη διέξοδος για το δικό του συμφέρον. Και ότι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία, είναι στον αγώνα για άλλη εξουσία.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Προεκλογική διακήρυξη

Μετά το συνεδριακό 2013, ήρθε το εκλογικό 14’ με τις διπλές κάλπες του μάη για τις ευρωεκλογές και τους δύο γύρους των δημοτικών-περιφερειακών και με την ακατάσχετη σεναριολογία για τις εθνικές εκλογές, που μπορεί να δρομολογηθούν από το αποτέλεσμα του μαΐου ή να επισπευσθούν για το προλάβουν ή ακόμα και να συμπέσουν με τις ευρωεκλογές. Σα να μην πέρασε μια μέρα από τα σενάρια και τις έγκυρες φήμες για κάλπες μες στο φθινόπωρο του 13’, αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές. Στήνεται λοιπόν ένα σκηνικό πλήρους αποπροσανατολισμού και μια προεκλογική περίοδο μακράς διάρκειας, με τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις να βάζουν στο επίκεντρο του πολιτικού τους σχεδιασμού τις εκλογικές αναμετρήσεις της ερχόμενης άνοιξης.

Η κυβέρνηση πουλάει βασικά φόβο και προωθεί την κινδυνολογία, εφόσον δεν έχει καμία ελπίδα να εμπορευτεί, για να ανεβάσει τις μετοχές της –με τον ίδιο τρόπο που το σύστημα αφήνει σταδιακά το καρότο της σοσιαλδημοκρατίας και των παχιών αγελάδων, προκρίνοντας το μαστίγιο του φασισμού για να δαμάσει τις αντιδράσεις στην κρίση και το μνημόνιο. Ο κόσμος πρέπει να τρομοκρατηθεί για τα πάντα: μη τυχόν βγούμε από το ευρώ και καταστραφούμε, να μην έρθουν οι άθεοι στην εξουσία –και ποιος θα συνεχίσει τις συνομιλίες του σαμαρά με το θεό;- μη τυχόν χάσουμε το στουρνάρα από υπουργό, να μην παίρνουν άδειες οι φυλακισμένοι, να μη βροντήξει το αντάρτικο τουφέκι του ξηρού, κοκ. Εν τω μεταξύ κι εγώ νιώθω μια ανασφάλεια που κυκλοφορεί ελεύθερος ο παττακός και μερικοί χρυσαυγίτες, αλλά καμία εταιρεία δημοσκοπήσεων δε ρωτάει στις έρευνές της το σώμα αν φοβάται τη φασιστική απειλή κι ένα ανοιχτό πραξικόπημα, έτσι να δούμε τι γνώμες θα έπαιρνε.

Ο σύριζα πουλάει τη φρούδα ελπίδα της επιστροφής στο παλιό καλό 2009, που δε διαφέρει ποιοτικά από το φόβο και το εμπόρευμα της κυβέρνησης –με τρομάζει ένα αύριο που θα ‘ναι σαν χτες- όπως έλεγε ένας παλιότερος στίχος. Στην παρούσα ευτυχή συγκυρία, ο αντιπολιτευτικός λόγος του τσίπρα προσαρμόζεται ραγδαία στο κενό και τη γελοιότητα του πολιτικού λόγου της κυβέρνησης. Ο ξηρός πχ μπορεί να μην έχει καμία απολύτως οργανική σχέση με το σύριζα –όπου προσπαθεί υστερικά να τον χρεώσει το μαξίμου- αλλά το διάγγελμα που διάβασε είναι βγαλμένο από τις καλύτερες στιγμές των πλατειών και του ιδεολογικού αχταρμά της κουμουνδούρου. Και η καλύτερη απόδειξη για την ολοκλήρωση της αστικής μετάλλαξης των αναθεωρητών είναι η τακτική του ώριμου φρούτου πούχει υιοθετήσει πλήρως ο σύριζα, σαν υπεύθυνο αστικό κόμμα που περιμένει υπομονετικά τη σειρά του και τη φθορά του αντιπάλου που θα του δώσει την αυτοδυναμία.

Τα ρετάλια της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας φαίνεται να εξεμέτρησαν το ζην και να οδεύουν προς απόσυρση, αλλά τρέφουν αυταπάτες πως μπορούν να αναπαραχθούν και να επιβιώσουν διά της διάσπασης, σαν πολιτικές αμοιβάδες. Κι έτσι εκτός από την περιβόητη κίνηση των 58 που έγιναν 59 με τον τατσόπουλο, υπάρχουν άλλα τόσα περίπου κομματίδια και κινήσεις, με τελευταίο παράδειγμα το σοσιαλιστικό κόμμα του τζουμάκα! Επειδή όμως ο φετινός μάης δε θα είναι σαν αυτόν του 12’, που δεν είχε καθίσει ακόμα η σκόνη, για να ξεκαθαρίσει το τοπίο, και όλα ήταν ρευστά, η μοναδική τους ελπίδα είναι να κατέβουν μαζί για να επιβιώσουν κοινοβουλευτικά. Αλλά μέχρι τότε, μπορούν να συνεχίσουν να τρων τις ασπόνδυλες σάρκες τους, για να παζαρέψουν τους όρους αυτής της ένωσης

Αντίστοιχες διεργασίες υπάρχουν μέχρι και στο εξωκοινοβούλιο, όπου ζυμώνεται –αν δεν έχει ήδη κλειδώσει- η κοινή κάθοδος αλαβάνου, ανταρσύα και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων. Που μπορεί να έχουν τελείως διαφορετικές αντιλήψεις για το εργατικό κίνημα και να μη συμφωνούν καν για τη συνύπαρξή τους σε ένα ευρύτερο έστω μετωπικό σχήμα, αλλά μπροστά στην κάλπη τα βρίσκουν από «θέση αρχής», με γνώμονα την εκλογική επιβίωση και την πιο χαλαρή ευρω-ψήφο, που θα μπορούσε να τους δώσει ένα καλύτερο αποτέλεσμα κι έναυσμα για ένα νέο ξεκίνημα. Κι αυτός ο αρραβώνας θα αποτελεί σπουδαίο προηγούμενο για την περίφημη ενότητα, που αποκτά επιτέλους τον πραγματικό, εκλογικό της χαρακτήρα, χωρίς φτιασιδώματα και μεγάλα λόγια, που επιχειρούν να δικαιολογήσουν με πολιτικά κριτήρια την εκάστοτε εκλογική συμμαχία.
Θα ‘χει επίσης ενδιαφέρον να δούμε τι θα κάνουν τα δύο μου-λου, που συνεργάζονται πλέον σε όλα τα επίπεδα, αλλά αν θυμάμαι καλά είχαν διαφορετική στάση στις ευρωεκλογές, όπου το πίσω μουλού απέχει από θέση αρχής.

Κι εμείς τι κάνουμε σφοι; Εμείς βγάλαμε χτες με το ρίζο τη διακήρυξη για τις ευρωεκλογές –που είναι μεστό και ενδιαφέρον κείμενο- ενώ υποθέτω πως μες στον επόμενο μήνα ίσως θα ανακοινωθούν κεντρικά οι συνδυασμοί και οι υποψήφιοι της λαϊκής συσπείρωσης για την τοπική αυτοδιοίκηση. Το τοπίο φυσικά έχει αλλάξει δραματικά από τις τελευταίες ευρωεκλογές του –πολύ μακρινού- 09’ και από το εντυπωσιακό ποσοστό στις περιφερειακές εκλογές του 10’· συνεπώς δεν είναι πολύ εύκολο να θέσουμε τον πήχη και ένα μέτρο σύγκρισης. Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι σημαντικό να έρθει ένα θετικό αποτέλεσμα, όχι γιατί έχουμε αυταπάτες ή γιατί το εκλογικό ποσοστό είναι ο βασικός δείκτης της δουλειάς μας· αλλά για να αναθαρρήσει ο –δικός μας πρωτίστως- κόσμος και να αποδειχτεί πως το 4,5% του ιουνίου του 12’ ήταν προσωρινό, καρπός εκβιαστικών διλημμάτων, που δεν αποτυπώνει την πραγματική πολιτική απήχηση του κουουέ.

Εξάλλου για τους κομμουνιστές το πολιτικό (εκλογικό) κομμάτι δεν μπαίνει αντιπαραθετικά προς το κινηματικό –κι αλίμονο σε όποιον το βλέπει έτσι, απολυτοποιώντας κάποια από τις δύο πλευρές. Το αποτέλεσμα στις περιφερειακές εκλογές του 10’ είχε έρθει μετά από μια περίοδο πλούσιας πείρας και κινηματικής ανάτασης, με δεκάδες πανεργατικές απεργίες. Το 12’ αντιθέτως είχε μεσολαβήσει μια τρίμηνη κινηματική νηνεμία, μετά την 12η φλεβάρη και την κυβέρνηση παπαδήμου, που έδωσε τον βασικό τόνο και λειτούργησε τελικά αποπροσανατολιστικά για πολλούς ψηφοφόρους, που ήθελαν να… κυβερνηθούν.


Για το κκε δε νοείται καλό εκλογικό αποτέλεσμα χωρίς πλούσιες κινηματικές διεργασίες. Κι αυτός ο στόχος περνά πρωτίστως κι υποχρεωτικά μέσα από την «αλλαγή της ατζέντας» -που όσο πάει θυμίζει μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές- περνά μέσα από το σπάσιμο της προεκλογικής μονοτονίας και της κανονικής ροής του αστικού πολιτικού παιχνιδιού. Αλλιώς αυτήν την καταθλιπτική προεκλογική περίοδο θα τη διαδεχτεί ένα εξίσου καταθλιπτικό αποτέλεσμα κι ένα ακόμα πιο καταθλιπτικό αύριο, που θα ‘ναι σαν χτες

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Ξηρός οίνος στο κύπελλο του συστήματος

Βλέποντας κανείς τις συντονισμένες ενέργειες αξιοποίησης της απόδρασης του ξηρού από κυβερνητικά στελέχη, δελτία ειδήσεων, μηχανισμούς καταστολής, μέχρι κι εταιρίες δημοσκοπήσεων (όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί) για την πάση θυσία καλλιέργεια κλίματος τρομοκρατίας στην κοινή γνώμη, μπαίνει κανείς αναπόφευκτα σε δεύτερες σκέψεις για το τυχαίο και συμπτωματικό της όλης υπόθεσης. Σκέψεις που επιτείνονται όσο έρχονται στο προσκήνιο λεπτομέρειες για τις… συμπτωματικές συμπτώσεις αυτής της απόδρασης και βλέπουμε ξανά και ξανά (προς γνώση και εμπέδωση) το βιντεάκι του ξηρού και τον αστείο πολιτικό λόγο του που καλείται να επενδύσει θεωρητικά τις φωτογραφίες του τσε και του άρη, καθώς και τη βαρύγδουπη αναφορά στο αντάρτικο τουφέκι, που θα ηχήσει ξανά. Βροντάει ο όλυμπος, αστράφτει η γκιώνα…

Μπαίνει λοιπόν ξανά κι επιτακτικά το ερώτημα αν ο ξηρός είναι τόσο μειωμένης ευθύνης, όσο φαίνεται στο βιντεάκι που διαβάζει το μήνυμά του σαν παρουσιαστής ειδήσεων ή συμμετέχει απλώς σε μια κακοστημένη φάρσα-προβοκάτσια (τρομο)κρατικής έμπνευσης και χορηγίας. Με άλλα λόγια δηλ το ερώτημα που μπαίνει στον τίτλο της ανάρτησης. Και δεν περιορίζεται στην ατομική περίπτωση του ξηρού, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο της 17Ν κι άλλων παρόμοιων ομάδων. Είναι όντως επαναστατικές οργανώσεις που ιεραρχούν άλλες προτεραιότητες και χρησιμοποιούν διαφορετικά μέσα ή μήπως εργαλεία, που χρησιμοποιεί το κράτος για να εντείνει την καταστολή και να χτυπήσει το λαϊκό κίνημα;

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που συντείνουν προς το ένα ή το άλλο συμπέρασμα. Οι δολοφονίες των βασανιστών της χούντας για παράδειγμα, μπορεί  μην έδωσαν άμεση ώθηση στο μαζικό κίνημα αλλά ικανοποιούσαν ένα κοινό αίσθημα δικαιοσύνης (που δε θα απέδιδε η «αποχουντοποίηση» της νδ) και εξασφάλιζε μάλλον κάποιο λαϊκό έρεισμα στην οργάνωση. Ενώ κάποιες μεταγενέστερες δολοφονίες, πέραν της εντελώς αμφίβολης σκοπιμότητάς τους, δημιουργούσαν εύλογα ερωτήματα για το πώς ήταν σε θέση τα μέλη της οργάνωσης να γνωρίζουν διαβαθμισμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες, που τους επέτρεψαν να προχωρήσουν στην εκτέλεση του σόντερς πχ και να διαφύγουν ανενόχλητα.

Αντίστοιχα ερωτήματα προκαλεί η χρονική συγκυρία της σύλληψης κι εξουδετέρωσης του βασικού κορμού της 17Ν, το καλοκαίρι του 2002, όταν δηλ η κυβέρνηση ήθελε επειγόντως να επιδείξει έργο στον τομέα της «ασφάλειας» και της πάταξης της τρομοκρατίας, εν όψει και του αθήνα 04’. Κάτι που μπορεί να μας οδηγήσει να υποθέσουμε πως η οργάνωση είχε ήδη διαβρωθεί από τους κρατικούς μηχανισμούς κι η κυβέρνηση επέλεξε απλώς την κατάλληλη στιγμή για να παρουσιάσει δημοσίως την εξάρθρωσή της. Ο αντίλογος των υποστηρικτών της 17Ν είναι πως τίποτα από αυτά δε θα συνέβαινε, χωρίς το τυχαίο ατύχημα (και ας φαίνεται οξύμωρο το φραστικό σχήμα) και την έκρηξη της βόμβας στα χέρια του άλλου ξηρού, του σάββα, από την οποία άρχισε να ξετυλίγεται το νήμα της υπόθεσης.

Αυτό που προκάλεσε πάντως αλγεινή εντύπωση πάντως –για τα δεδομένα πάντα μιας οργάνωσης που αυτοαποκαλείται επαναστατική- ήταν η μετέπειτα στάση μελών της οργάνωσης. Σταχυολογώ μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: η οικειοθελής παράδοση ηγετικών στελεχών, η συνεργασία κάποιων μελών με τις αρχές κι η κατάδοση των συντρόφων τους (καλή ώρα από τον ξηρό που το ‘σκασε τώρα)· η μη ενιαία στάση και γραμμή υπεράσπισής τους κατά τη διάρκεια της δίκης τους, η ομαδοποίηση και ο ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας με συγκροτήματα του αστικού τύπου (δολ και τεγόπουλο). Και αυτές οι εντυπώσεις δε νομίζω πως μπορούν να διασκεδαστούν από κάποια σημεία της απολογίας του ενός ή του άλλου κατηγορούμενου στο δικαστήριο.

{Να σημειώσουμε ωστόσο παρενθετικά πως αυτές οι «επαναστατικές» αντινομίες δε μειώνουν στο παραμικρό τις ευθύνες του κράτους και των μηχανισμών του: για την ομολογία του σάββα ξηρού, που –όπως καταγγέλθηκε- δόθηκε στο νοσοκομείο υπό την επήρεια φαρμάκων και ουσιών, για την απάνθρωπη κράτησή του παρά τα σοβαρότατα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει (ημίτυφλος, με σακατεμένο χέρι και σκλήρυνση κατά πλάκας αν δεν κάνω λάθος)· για την εφαρμογή της (ναζιστικής έμπνευσης) συλλογική ευθύνη και την καταδίκη μελών για ενέργειες στις οποίες δεν έχει αποδειχτεί η συμμετοχή τους· αλλά και για την πρώτη ουσιαστική εφαρμογή του τρομονόμου με τη στοχοποίηση κάποιων κατηγορούμενων για τα φρονήματά τους, χωρίς να προκύπτει ή να ‘χουν παραδεχτεί οι ίδιοι τη συμμετοχή τους στην οργάνωση και τις ενέργειές της. Κλείνει η παρένθεση}.

Δεν χρειάζεται πάντως να μπλέξουμε σε ένα λαβύρινθο αντιφατικών γεγονότων και λεπτομερειών, ούτε να κάνουμε δίκη προθέσεων στον ξηρό και τους συντρόφους του, για να καταλήξουμε σε κάποιες βασικές διαπιστώσεις για τη δράση της 17Ν. Δεν χρειάζεται καν να αναμετρηθούμε με το ερώτημα αν η οργάνωση ήταν εξ αρχής παρακρατικό εργαλείο (το λιγότερο πιθανό ενδεχόμενο κατά τη γνώμη μου) ή αν διαβρώθηκε στην πορεία από μυστικές υπηρεσίες –εξάλλου η δομή τους κι ο τρόπος λειτουργίας τους προσφέρονται για τέτοιες παρεμβάσεις και ευνοούν αυτό το ενδεχόμενο.

Αυτό που προέχει είναι να εκτιμήσουμε αντικειμενικά τη δράση της και τα αποτελέσματά της ατομικής τρομοκρατίας –ακόμα κι αν πάρουμε ως δεδομένη την καλή προαίρεση όσων επιδίδονται σε αυτή. Κι η αλήθεια είναι πως ο μύθος του μασκοφόρου εκδικητή-βομβιστή συμπληρώνει από την ανάποδη πχ το παραμύθι μιας καλής αντιμνημονιακής κυβέρνησης, αναπαράγοντας στο απόλυτο το απόστημα της ανάθεσης, όπου ο λαός παραμένει θεατής των εξελίξεων και προσμένει τη λύτρωση εξ ουρανού. Παράλληλα δίνει πάτημα για την όξυνση της κρατικής καταστολής, βάζοντας βούτυρο στο ψωμί και ξηρό οίνο στο κύπελλο του συστήματος.

Με άλλα λόγια, οι οργανώσεις αυτές λειτουργούν αντικειμενικά προβοκατόρικα, ανεξάρτητα από την τυχόν διαφορετική πρόθεση των μελών τους. Κι όπως είχαν πει στον καιρό τους οι κλασικοί για τον μπακούνιν (που φλέρταρε ανοιχτά και με τέτοιες μεθόδους) ‘αν δεν είστε πράκτορας των αστών, τότε πρέπει να παραδεχτούμε πως κανείς πράκτορας δε θα μπορούσε να επιφέρει τέτοια ζημιά, σαν αυτή που κάνατε εσείς στο κίνημά μας».

Υστερόγραφο
Εκτός από τις αναλύσεις που έχουν γραφτεί στον κομματικό τύπο και τις διάφορες αναρτήσεις σφων ιστογράφων, που καλύπτουν ικανοποιητικά την κριτική στην ατομική τρομοκρατία, η κε του μπλοκ συνιστά στους σφους αναγνώστες να αναζητήσουν και να διαβάσουν μια μπροσούρα από τις εκδόσεις κοροντζή με επιλεγμένα αποσπάσματα από το έργο του λένιν, της ρόζας και του τρότσκι σχετικά με το ζήτημα που εξετάζουμε. Μπορείτε επίσης να τη βρείτε και να την κατεβάσετε πατώντας αυτόν το σύνδεσμο (στο βουνό).



Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Για τη σύγχρονη, επαναστατική διανόηση

Σήμερα η κε του μπλοκ περιορίζεται σε μια τεμπέλικη ανάρτηση, από το αρχείο του κυριακάτικου ριζοσπάστη και τα περιεχόμενά του σα σήμερα, πριν από εννιά χρόνια. Όπου μπορεί να βρει κανείς κοντά στα άλλα δηλώσεις προσωπικοτήτων για το επικείμενο τότε 17ο συνέδριο κι ανάμεσά τους το γνωστό εγκληματολόγο πανούση –τότε του συνασπισμού και σήμερα της δημάρ, αν δεν κάνω λάθος. Αλλά και προσυνεδριακό διάλογο –για τον οποίο η κανέλλη έγραφε στη στήλη της πως τον διαβάζει με κομμένη ανάσα- με την επιστολή του βασίλη λιόση, που (δεν ασχολείται με την περίφημη θέση εννιά και τη θέση της χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως θα υπέθετε κανείς, αλλά) κάνει μια αρκετά ενδιαφέρουσα ανάλυση και καταλήγει σε ένα εξίσου ενδιαφέρον συμπέρασμα σχετικά με τα περιθώρια που έχει το σύστημα για παραχωρήσεις –προ κρίσης, υπενθυμίζω.

Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα θέτει σήμερα μια σειρά αιτημάτων που σε άλλες εποχές θα λέγαμε πως είναι «εντός» συστήματος. Αναφερόμαστε στην εποχή των «παχιών αγελάδων» του ιμπεριαλισμού, όπου η ανάγκη συσσώρευσης άφηνε περιθώρια παραχωρήσεων. Σήμερα αυτά τα περιθώρια έχουν στενέψει τόσο, που τα αιτήματα τείνουν να βγουν, αν δεν έχουν ήδη βγει έξω από τα πλαίσια του συστήματος. Αυτή η διαπίστωση σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί την ανάγκη αντικατάστασή τους με άλλα πιο «ρεαλιστικά». Απαιτείται, όμως, η κατανόηση του γεγονότος ότι αυτά τα αιτήματα είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατακτηθούν σήμερα, πρέπει, όμως, να αποτελούν γνώμονα για τις κατακτήσεις των εργαζομένων.

Στο ιστορικό ένθετο βρίσκουμε ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο πετρόπουλος και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στον κυριακάτικο ρίζο για τα προηγούμενα συνέδρια του κόμματος. Αλλά αυτά είναι μόνο το ορεκτικό για το κυρίως πιάτο που ακολουθεί: την παρέμβαση της αλέκας σε μια παρουσίαση του βιβλίου του ρούση για τη σύγχρονη επαναστατική διανόηση.

Δεν είναι μόνο πως ο ρούσης είχε ξαναπροσεγγίσει τότε το κόμμα (ήδη από τα χρόνια των νατοϊκών βομβαρδισμών στη γιουγκοσλαβία) κι αρθρογραφούσε συχνά-πυκνά και στο ρίζο. Αλλά διατηρούσε άριστες σχέσεις και με την αλέκα, την οποία είχε συμπεριλάβει στις εισαγωγικές ευχαριστίες εκείνου του βιβλίου, επειδή ξέκλεψε λίγο χρόνο από τις προετοιμασίες του συνεδρίου, για να διαβάσει και να κάνει παρατηρήσεις πάνω στο αρχικό κείμενο.

Σήμερα λοιπόν η κε του μπλοκ αναδημοσιεύει αυτή την παρέμβαση της αλέκας, όχι τόσο για το αξιοπερίεργο (όπως μας φαίνεται με τα σημερινά δεδομένα) του πράγματος, αλλά για αυτό καθαυτό το περιεχόμενο μιας πολύ μεστής παρέμβασης, που σημειώνει πολύ εύστοχα το ρόλο του κόμματος ως συλλογικού διανοούμενου στη σύνδεση θεωρίας και πράξης, κομματικές αδυναμίες και φαινόμενα πρακτικισμού (που λειτουργεί συμπληρωματικά στο διανοουμενισμό), την ευθύνη των διανοούμενων και τον κίνδυνο ενσωμάτωσής τους από μικροαστικά και οπορτουνιστικά κόμματα –άκρως επίκαιρη σημείωση για την πορεία του συγγραφέα κι άλλα σημεία που αξίζει να διαβαστούν προσεκτικά. Καλή ανάγνωση.


Το να εκδίδεται ένα βιβλίο με θέμα την επαναστατική διανόηση, να αναπτύσσεται συζήτηση, διάλογος και αντίλογος είναι εξαιρετικό γεγονός. Διανύουμε μια περίοδο που κυριαρχεί - προς το παρόν - η προσπάθεια να λοιδορηθεί η έννοια της κοινωνικής επανάστασης, προς όφελος της αντεπανάστασης. Η έκδοση του βιβλίου και η συζήτηση που προκαλεί, φέρνει στο νου, τηρουμένων των αναλογιών, τη συμπεριφορά ενός μικρού παιδιού που βγάζει τη γλώσσα του στον ενήλικο που θέλει να τον ποδηγετήσει. Το να βγάζεις τη γλώσσα στην αστική τάξη και στους αστούς διανοούμενους είναι πράξη ευπρέπειας απέναντι στο λαό και στο κίνημά του.

Το βιβλίο του Γιώργου Ρούση θέτει με τη μορφή θέσεων και προβληματισμού ένα ζήτημα ειδικό από τη μια πλευρά αλλά και ενδιαφέρον από την άλλη. Για το ρόλο ενός τμήματος της σύγχρονης διανόησης, που δεν ανήκει ή δεν προσεγγίζει ακόμα ταξικά την εργατική τάξη, όμως υιοθετεί ή επιθυμεί να υιοθετήσει επαναστατικές θέσεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό ως κατώτερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Ο Γιώργος Ρούσης υποστηρίζει ότι αυτή η ομάδα των διανοουμένων μπορεί να προέλθει από τους κόλπους της αστικής τάξης, και ακριβώς εδώ βρίσκεται η ιδιαιτερότητα. Η ομάδα των επαναστατών διανοούμενων, των τίμιων και ρομαντικών, όπως περιγράφει στο βιβλίο του ο Γ. Ρούσης, θα συναντήσει τη λυσσαλέα αντίδραση του κράτους και των κατεστημένων μηχανισμών, με στόχο είτε την ενσωμάτωση, είτε την απομόνωση και το τσάκισμά τους. Πέρα από την αξία που έχει για μας η συνεργασία, αποτελεί πρόσθετη πρόκληση να συναντηθούμε μαζί τους. Μια τέτοια ομάδα ανθρώπων, αν καταφέρει να τα βγάλει πέρα και διατηρήσει τη σταθερότητά της στο πλευρό του εργατικού κινήματος, είναι βέβαιο ότι θα βγει νικήτρια. Δε θα είναι μόνη της. Θα μπορεί να προσφέρει πολλά και στην πορεία.

Οι διανοούμενοι αυτοί θα έχουν και άλλες προκλήσεις μπροστά τους, η Κίρκη έχει πολλά πρόσωπα. Γνωρίζουμε πολύ καλά, από το χτες και το σήμερα, ότι και τα αστικά και τα μικροαστικά συντηρητικά κόμματα, αλλά και δυνάμεις οπορτουνιστικού προσανατολισμού, ενδιαφέρονται να έχουν μαζί τους προοδευτικούς και ριζοσπάστες διανοούμενους, επαναστάτες διανοούμενους, προκειμένου να τους χρησιμοποιούν ως αριστερή πτέρυγα κρούσης στην επίθεση ενσωμάτωσης.

Είμαστε αισιόδοξοι ότι όλοι μαζί μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τέτοια και άλλα ζητήματα. Το εργατικό κίνημα, το ΚΚΕ έχει υποχρέωση να συναντηθεί και με αυτό το τμήμα της διανόησης, ανεξάρτητα αν είναι πολυάριθμο ή όχι, όπως έχει υποχρέωση να έρχεται σε επαφή με ό,τι καινούριο γεννιέται και εμφανίζει θετική τάση και δυναμική.

Η σύνδεση επαναστατικής διανόησης και συλλογικού διανοούμενου

Με την ευκαιρία του βιβλίου και του προβληματισμού που προκαλεί θα ήθελα να θέσω ένα ζήτημα που σχετίζεται με την επαναστατική διανόηση ως ένα βαθμό.

Πιστεύω όμως ότι αυτό το τμήμα της μη προλεταριακής διανόησης που θέλει να έχει μια ουσιαστική σχέση με το εργατικό κίνημα, πρέπει να δει και να εκτιμήσει και το ρόλο της προλεταριακής διανόησης, ανεξάρτητα αν σήμερα είναι και αυτή ολιγάριθμη.

Ο καπιταλισμός γεννά και αναπαράγει πενία και στρεβλή συνείδηση ως προς το τι σημαίνει ικανοποίηση των υλικών και γενικότερα ζωτικών αναγκών. Καλλιεργεί και παράγει, μέσω της απελπιστικής συρρίκνωσης του ελεύθερου χρόνου από την εργασία, πνευματική και πολιτιστική αλλοτρίωση και εξαθλίωση. Ταυτόχρονα, όμως, «παρέχει», παρά τη θέλησή του, τα μέσα και τα όπλα για τη χειραφέτηση και την επαναστατικοποίηση των εργατικών και λαϊκών μαζών, άρα υπάρχει αντικειμενικά έδαφος για την ανάπτυξη της εργατικής διανόησης, σε συνθήκες που διευρύνεται η σύνθεση της εργατικής τάξης και ανεβαίνει σχετικά το μορφωτικό της επίπεδο.

Η έννοια της επαναστατικής διανόησης συνδέεται στενά με την έννοια του συλλογικού διανοούμενου που έχει ξεχαστεί εδώ και πολλά χρόνια, για μια σειρά από λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναπτύξω.

Το κόμμα της εργατικής τάξης είναι συλλογικός διανοούμενος με την έννοια ότι συνενώνει την επαναστατική θεωρία με την επαναστατική πράξη. Είναι φορέας ανάπτυξης της θεωρίας γιατί δίχως ανάπτυξη της θεωρίας δε νοείται και ανάπτυξη της ικανότητας στην πολιτική δράση. Διαμορφώνει τις θέσεις και τις προτάσεις του στηριγμένο στην επιστημονική ερευνητική δουλιά. Το ζήτημα το θέτω και από τη σκοπιά του καθήκοντος που έχει το Κομμουνιστικό Κόμμα να επιβεβαιώνει αυτόν το ρόλο του συνεχώς.

Εδώ ανοίγω μια παρένθεση, και υπενθυμίζω, σε όσους έχουν μελετήσει τις Θέσεις της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο, ότι είναι σαφής και σαφώς ειλικρινής η αυτοκριτική που κάνουμε για σοβαρές υποκειμενικές ελλείψεις και καθυστερήσεις στον τομέα αυτό. Έχουμε βάσιμη αισιοδοξία ότι τα επόμενα χρόνια θα γίνουμε καλύτεροι και ότι θα είμαστε σε θέση να ανοίξουμε νέους δεσμούς επικοινωνίας με όσους θέλουν να συνεισφέρουν στην προσπάθεια αυτή.

Όταν αναφερόμαστε στο Κομμουνιστικό Κόμμα ως συλλογικό διανοητή, δε σημαίνει ότι περιορίζουμε τη θεωρητική και επιστημονική έρευνα στις εσωκομματικές διαδικασίες, δεν την ταυτίζουμε αποκλειστικά με τη δράση του Κόμματος.

Όσο ισχυρό και να γίνει το ΚΚΕ στον τομέα αυτό, καθόλου δε θα γίνεται περιττός ο ρόλος της θεωρητικής και επιστημονικής έρευνας και συζήτησης στα πλαίσια ερευνητικών και θεωρητικών κέντρων, ιδιαίτερα εκείνων που αναγνωρίζουν το ρόλο του μαρξισμού, του επιστημονικού σοσιαλισμού, ανεξάρτητα αν υπάρχουν διαφορές σε θέματα της τρέχουσας πολιτικής ή και γενικότερου χαρακτήρα. Ο ρόλος ακόμα και των μεμονωμένων μαρξιστών επιστημόνων, επιστημόνων με εξειδίκευση σε μεγάλα ζητήματα που αφορούν τον εργαζόμενο άνθρωπο, το κίνημα, την εξέλιξη.

Η ταξική σκοπιά, από την οποία βλέπουμε τα ζητήματα, μας βοηθά να προβληματιζόμαστε, να μη φοβόμαστε να αξιοποιούμε χρήσιμες επιστημονικές απόψεις που προσεγγίζουν την αλήθεια χωρίς κατ' ανάγκη να ξεκινάνε από τη δική μας κοσμοθεωρητική αντίληψη.

Μας ενδιαφέρει να κατακτήσουμε υψηλό επίπεδο πρόγνωσης που σημαίνει ολόπλευρη ετοιμότητα. Σήμερα στρέφουμε την προσοχή μας στη μελέτη των ζητημάτων σχετικά με το σοσιαλισμό, την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του 20ού αιώνα και των αιτιών της ανατροπής. Ζητήματα που αφορούν την εργατική τάξη, τη σύνθεσή της και την πορεία της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησής της. Το θέμα του ιμπεριαλισμού και των σύγχρονων εξελίξεων. Μας ενδιαφέρει η μελέτη της ιστορικής πείρας του Κόμματος σε ζητήματα στρατηγικής και τακτικής.

Δραπέτευση από το κλουβί των ιδεών της αστικής τάξης

Στις μέρες μας, παρά την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής, τη σχετική βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου, εξακολουθεί να υπάρχει και να αναπαράγεται ανοιχτά, και το κυριότερο συγκαλυμμένα, ο μεγάλος εχθρός του ανθρώπου και του κινήματος, ο διαχωρισμός της χειρωνακτικής και πνευματικής δουλιάς, ο διαχωρισμός της θεωρητικής και πρακτικής δράσης.

Βεβαίως, σήμερα οι διαχωρισμοί χειρωνακτικής και πνευματικής δουλιάς δεν εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο όπως στο 19ο αιώνα ή και σε μεγάλο μέρος του 20ού. Ούτε στο επίπεδο της εργασίας, ούτε στο επίπεδο της σκέψης και της δράσης των αγωνιστών, των κομμουνιστών. Ωστόσο, υπάρχει πρόβλημα αρμονικής συνένωσης θεωρίας και πράξης. Υπάρχει πρόβλημα κάποιοι να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στη διανοητική δουλιά και άλλοι περισσότερο ρόλο στην πρακτική. Σίγουρα δεν είναι δυνατή η εξίσωση των δύο αυτών πλευρών στο επίπεδο του ατόμου, της προσωπικότητας. Παίζει ρόλο και το μορφωτικό επίπεδο, οι προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες, ο καταμερισμός δουλιάς στο κόμμα ή στο κίνημα. Ακόμα η ηλικία, που σχετίζεται με την πείρα.
Υπάρχει πρόβλημα, με ποια έννοια: Ο κάθε αγωνιστής, ο κάθε κομμουνιστής και κομμουνίστρια οφείλουμε να έχουμε, να κατακτάμε ένα όσο γίνεται πιο υψηλό θεωρητικό, πολιτικό και πολιτιστικό, μορφωτικό επίπεδο ώστε να φωτίζει η θεωρία και η επιστημονική μέθοδος τη δράση μας. Εχει ανέβει πολύ ψηλά η σημασία του όγκου, του εύρους, της ποιότητας των γενικών θεωρητικών γνώσεων, του πολιτικού και πολιτιστικού μορφωτικού επιπέδου στην αποτελεσματικότητα της δράσης. Εμείς, δε, που μιλάμε για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, για επαναστατική διαδικασία οφείλουμε να κατακτήσουμε ένα πιο υψηλό θεωρητικό επίπεδο. Η συνειδητή δράση απαιτεί και γνώση και θέληση αυτοθυσίας και αυταπάρνησης. Το καθένα από μόνο του δεν αρκεί.
Τότε μπορεί να ανέβει η συλλογικότητα, η υπεύθυνη σκέψη, η αντικειμενικότητα στην κριτική και στην αυτοκριτική.

Η καταπολέμηση του πρακτικισμού και του εμπειρισμού είναι ο καλύτερος τρόπος για να καταπολεμηθεί ο υποκειμενισμός (άλλο υποκειμενισμός και άλλο προσωπική άποψη). Το ταξικό ένστικτο είναι σημαντικό ζήτημα, αυτό όμως δε φθάνει για να υπάρχει αναπτυγμένη και σταθερή ταξική συνείδηση, ταξική συνειδητότητα. Ο πρακτικισμός κουράζει και αποκαρδιώνει.
Για να είμαι δίκαιη, μπορεί ο πρακτικισμός και ο εμπειρισμός να είναι μαζικό φαινόμενο, όμως δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το φαινόμενο του ψευτοδιανοουμενισμού, του εκλεκτικισμού, της επιτήδευσης, της ψευτοεπιστημονικότητας.

Αλλά και σε αυτά τα φαινόμενα μπορεί κανείς να είναι στον ένα ή στον άλλο βαθμό συγκαταβατικός, για ένα διάστημα, όμως σε ένα πράγμα πιστεύω να συμφωνήσουμε: Ότι ο επιστήμονας, ο διανοητής, ιδιαίτερα αυτός που έχει μισθωτή σχέση εργασίας, όταν καταλάβει, αργά ή γρήγορα, ότι οι γνώσεις και ικανότητές του είναι στην υπηρεσία του κεφαλαίου, ότι χρησιμοποιείται για να μένει ο λαός και η νεολαία στην ακινησία της μοιρολατρίας και της αλλοτρίωσης, της αποχαύνωσης, αυτός μια επιλογή έχει: Να δραπετεύσει από το κλουβί των αστικών ιδεών, των ιδεών της αστικής τάξης. Να σταθεί στο πλευρό της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων. Να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις απέναντι σ' αυτό που αναφέρεται ως επαναστατική διαδικασία, κοινωνική επανάσταση, σοσιαλιστική και κομμουνιστική κοινωνία. Να στρατευτεί στο κίνημα κατ' αρχήν, στη μελέτη και στην έρευνα για το λαό. Αυτή η στράτευση είναι υποχρεωτική, διαφορετικά θα μείνει αιώνια στρατευμένος στους στόχους του αντίπαλου, είτε με την ενεργητική του συμμετοχή είτε με την αδιαφορία του. Ουδετερότητα δεν υπάρχει. Ο πραγματικός επιστήμονας, ο διανοητής που είναι ευαίσθητος απέναντι στα πάθη του λαού, δεν πρέπει να ανέχεται να μετατρέπεται ο ίδιος σε πρακτικιστή και εκτελεστικό όργανο των διανοουμένων της αστικής τάξης και του συστήματός της. Στις μέρες μας η κατοχή ενός πανεπιστημιακού διπλώματος, ενός πανεπιστημιακού τίτλου, δε σημαίνει καθόλου δυνατότητα επιστημονικής και διανοητικής δουλιάς με όρους ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Σ' αυτό το έδαφος μπορούμε να συζητήσουμε και να δράσουμε από κοινού με πολλούς. Εξαρτάται από εμάς αλλά και από αυτούς.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Πιο ζωντανός κι από εμάς τους ζωντανούς

Με το λένιν συνέβη αυτό ακριβώς που περιέγραφε ο ίδιος στην πρώτη κιόλας σελίδα του «κράτος κι επανάσταση» για το μαρξ και τους μεγάλους επαναστάτες· που οι πολιτικοί τους αντίπαλοι τους πολεμούν λυσσαλέα, όσο βρίσκονται εν ζωή και μετά θάνατο τους τυλίγουν με φωτοστέφανα και εγκώμια, για να αφαιρέσουν κάθε τι ζωτικό και επικίνδυνο από το έργο και τη διδασκαλία τους.

Αλλά τώρα με την κρίση, ξαναθυμήθηκαν τους κλασικούς, που… «επιστρέφουν στη μόδα» –λες και είχε πάψει ποτέ να είναι επίκαιρη η ανάλυσή τους. Όταν όμως αντιμετωπίζει κανείς το μαρξισμό σαν τάση της μόδας, τρέχα γύρευε τι θα έχει καταλάβει από αυτόν, τι θα έχει πάρει επιλεκτική με υψηλή κοπτοραπτική και πώς θα το παρουσιάζει στις πολιτικές του κολεξιόν. Έτσι λοιπόν μπορεί να μάθει πολλά κανείς βλέποντας κι ακούγοντας όλη αυτή τη στρατιά των όψιμων λενινιστών.


Όπως για παράδειγμα ότι η οκτωβριανή ήταν λέει η τελευταία αστική επανάσταση στην ευρώπη, γιατί έγινε με καθαρά (αστικο)δημοκρατικά αιτήματα για γη, ψωμί κι ειρήνη –καθώς είναι πολύ βολικό να ξεχνάμε, ως ασήμαντη λεπτομέρεια, το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», που τα συνόδευε. Και πως ήδη από την επανάσταση του 1905 και τις «δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας», η έγνοια του βλαδίμηρου δεν ήταν να χωρίσει σε φάσεις και στάδια την επαναστατική διαδικασία, αλλά πώς θα βγει μπροστά το προλεταριάτο ως αυτόνομη παρουσία να πάρει την εξουσία για να εξασφαλίσει ότι η υπόθεσή του θα τραβήξει ως το τέλος και δε θα μείνει στου δρόμου τα μισά.

Μαθαίνουμε ακόμα πως ο λένιν στην μπροσούρα του για τον αριστερισμό ήταν υπέρ της ενότητας, των συνεργασιών και των συμβιβασμών, συμβουλεύοντας πχ τους άγγλους συντρόφους του να συγχωνευτούν με τους εργατικούς. Κι είναι πολύ βολική η αμνησία που αδυνατεί να θυμηθεί πως οι μπολσεβίκοι δεν μπήκαν ποτέ στην κυβέρνηση του κερένσκι, ούτε τάσσονταν γενικά κι αφηρημένα υπέρ μιας ενότητας με τους άλλους σοσιαλιστές που δρούσαν στα σοβιέτ (μενσεβίκους κι εσέρους). Είναι δηλ βολικό να συγχέουμε την τακτική ευελιξία με τους συμβιβασμούς πάση θυσία κι από θέση αρχής, χωρίς να εξετάζουμε τι υπηρετούν και ποιος ωφελείται κάθε φορά. Γιατί ευελιξία δε σημαίνει σώνει και καλά ενότητα και πολιτικές συνεργασίες· αλλά εκτίμηση των συνθηκών και ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, συνεχείς δοκιμές τακτικών μέσων και συνθημάτων κι ελιγμοί στη βάση της πιο αδιάλλακτης στάσης σε ζητήματα αρχών και στρατηγικής.

Πληροφορούμαστε επίσης πως το κόμμα νέου τύπου έχει παλιώσει κι ανήκει πια στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ενώ η τελευταία λέξη της λενινιστικής μόδας είναι οι φράξιες και οι συνιστώσες, που υπήρχαν στους μπολσεβίκους μέχρι το δέκατο συνέδριο (1921). Κι όταν σκέφτομαι πόσο «συνεπές» είναι κάθε πολιτικό μαγαζάκι που κάνει τα πάντα για να μπλοκάρει αποφάσεις, να διατηρήσει την αυτονομία του και τα οφέλη της επιχείρησης, αλλά υποτάσσεται υπάκουα στο συγκεντρωτισμό, όταν μυριστεί οφίτσια και προνόμια, θυμάμαι εκείνο το χαβαλεδιάρικο άσμα του ζουγανέλη, που ταιριάζει με την περίσταση και τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Θα ασκήσω βέτο, κατάλαβέ το


Κι ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον με πολλά αντίστοιχα παραδείγματα, πχ για τη λενινιστική ανάλυση του κράτους, του ιμπεριαλισμού, του αδύναμου κρίκου, κοκ. Εξάλλου αυτή η φάμπρικα της διαστρέβλωσης είναι παλιά ιστορία, που κρατά ήδη από τα χρόνια που κάποιοι σοβιετικοί χρησιμοποιούσαν αποσπάσματα του βλαδίμηρου για να δικαιολογήσουν πχ την ειρηνική συνύπαρξη ή ακόμα και την περεστρόικα –στη βάση της… λενινιστικής στροφής προς τη νεπ στα τελευταία χρόνια της ζωής του, που έμεινε ως διαθήκη και παρακαταθήκη για το μέλλον. Εξάλλου δεν είναι τόσο δύσκολο μες σε τόσες καμπές της ιστορίας και 50τόσους τόμους απάντων, να βρει κανείς την περίοδο και το τσιτάτο που τον βολεύει, για να δικαιολογήσει μια σημερινή του θέση. Κι αν έχει μείνει κάτι στον οπορτουνιστικό χυλό από όσα άκουσε και διάβασε κάποτε από το έργο του βλαδίμηρου, είναι αυτό ακριβώς: η τακτική ευελιξία στην επιλογή συγκεκριμένων τσιτάτων για κάθε συγκεκριμένη περίσταση, που πασπαλίζουν με λενινιστική χρυσόσκονη την πολιτική τους γραμμή.

Πρέπει πρώτα λοιπόν να ξύσουμε την οπορτουνιστική σκουριά που προσπάθησαν να αφήσουν στο λένιν κάποιες σύγχρονες αναγνώσεις –αν και σε τούτα δω τα μάρμαρα, κακιά σκουριά δεν πιάνει- και να του αφαιρέσουμε τα εκτυφλωτικά φωτοστέφανα που του φόρεσαν για να συσκοτίσουν την ουσία. Και ύστερα να επιχειρήσουμε μα αποτιμήσουμε την προσφορά και το έργο του, που δεν χωράνε στα απλά καθημερινά μέτρα κι ίσως χρειαστούν λιγότερο συμβατικά μέσα, για να το προσεγγίσουμε.

Γιατί ο λένιν ηγήθηκε μιας «επανάστασης ενάντια στο κεφάλαιο», όπως είπε λογοτεχνικά ο γκράμσι για τον οχτώβρη, λόγω της οικονομικής καθυστέρησης της ρωσίας και των λιγοστών πιθανοτήτων, που έμοιαζε να έχει αρχικά για να νικήσει.

Και ήταν η μορφή που άλλαξε τη ροή της ιστορίας στον εικοστό αιώνα και δοκίμασε κατά κάποιον τρόπο τα όρια της μαρξιστικής θεωρίας για την προσωπικότητα. Γιατί αν ακολουθήσουμε το κλασικό παράδειγμα του πλεχάνοφ για τη γαλλική επανάσταση κι ισχυριστούμε ότι η ιστορική ανάγκη της εποχής, θα μπορούσε να εκφραστεί και μέσω κάποιου άλλου προσώπου με παρόμοια χαρακτηριστικά, αν είχε εκλείψει ο ναπολέων, είναι ωστόσο εξαιρετικά αμφίβολο ότι η επανάσταση στη ρωσία θα είχε την ίδια εξέλιξη, χωρίς τη συμβολή του λένιν στην πολιτική των μπολσεβίκων.

Ο λένιν επίσης είναι εκείνη η μορφή που μπορεί να κάνει κάποιους από εμάς –σοβαρούς και υλιστές ανθρώπους, χωρίς δεισιδαιμονίες- να υπερασπιστούμε με πάθος τη διατήρηση ενός αναχρονιστικού μνημείου –φαραωνικού τύπου, καταπώς λένε μερικοί- όπως το μαυσωλείο, όπου εκτίθεται η σορός του. Όχι γιατί θέλουμε να κρατήσουμε άταφο το μαρμαρωμένο βασιλιά και την πολιτική του σκέψη σε μαυσωλείο· αλλά γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά τη δύναμη του συμβολισμού του για το λαό, αλλά και για τους αστούς, που τους μπαίνει στο μάτι και τους θυμίζει το πάθημα του παρελθόντος και το φάντασμα που πλανάται ακόμα και σήμερα πάνω από την ευρώπη και όλο τον κόσμο.

Μα πάνω απ’ όλα ο βλαδίμηρος ήταν ο θεωρητικός της πράξης, ο πολυπράγμων, πολυγραφότατος πολιτικός επιστήμονας, που κατείχε όσο κανείς άλλος την τέχνη της επανάστασης. Που μπορεί πχ να απομονωνόταν στην εξορία του για να μελετήσει τον καπιταλισμό της εποχής του και να συγγράψει την μπροσούρα για τον ιμπεριαλισμό ή και να αφήσει στη μέση το «κράτος και επανάσταση», όταν ξεσπούσε η θύελλα του οχτώβρη. Και όλα σχεδόν τα θεωρητικά έργα του ήταν προσανατολισμένα στη δράση και τις ανάγκες της πραγματικότητας, γραμμένα με απλό, εκλαϊκευτικό τρόπο, χωρίς θεωρητικές εκπτώσεις, για να μπορεί να τα διαβάσει και να τα καταλάβει κι ο μέσος προλετάριος της εποχής του –άλλο αν δεν μπορούν να το καταλάβουν οι σύγχρονοι μορφωμένοι μικροαστοί.


Κι αυτή ακριβώς η εκπληκτική σύνδεση της επαναστατικής θεωρίας και πράξης είναι ίσως το κορυφαίο επίτευγμα που μας αφήνει ενενήντα χρόνια μετά το θάνατό του ως παρακαταθήκη ο βλαδίμηρος, ο πιο ζωντανός από όλους τους ζωντανούς, όπως έλεγε προς τιμήν του ο ποιητής. Και συνεχίζει να είναι και το ζητούμενο της δικής μας εποχής.


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Πολυθρόνα για δύο

Όταν αγαπάς κάτι, ανακαλύπτεις πολλές φορές αρετές και προτερήματα, που δεν υπάρχουν παρά μόνο στη φαντασία σου· κι αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση στην οποία εμπίπτει το κόλλημα της κε του μπλοκ με τη δεκαετία με τις βάτες. Και με κάποια κινηματογραφικά «αριστουργήματά» της…


Όπως για παράδειγμα η κωμωδία «πολυθρόνα για δύο» με τον έντι μέρφι και τον νταν άκροιντ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η οποία είναι μία από τις πραγματικά σπάνιες φορές που η μετάφραση στα ελληνικά είναι καλύτερη από τον πρωτότυπο τίτλο (trading places) –αν και υποψιάζομαι πως τη δανειστήκαμε από άλλες χώρες και δεν την κάναμε απευθείας από τα αγγλικά.

Είναι βέβαια θέμα καθαρά υποκειμενικού γούστου αν θα αρέσει σε κάποιον η ταινία, οι κωμικοί και το στιλ τους ή ακόμα και η αισθητική της δεκαετίας, ή αν θα γελάσει, όπως εγώ, με κάποιες σκηνές σαν κι αυτή για παράδειγμα. 
Boo-bwele-Boo-bwele-Boo-bwele-ah-HA


Αλλά η υπόθεση είναι πολύ ενδιαφέρουσα κι αγγίζει χωρίς υπερβολή (;) τα όρια του μαρξιστικού προβληματισμού.

Δύο ζάπλουτοι ηλικιωμένοι χρηματιστές (οι αδερφοί ντιουκς), διασκεδάζουν την καθημερινή τους ρουτίνα με ένα αυτοσχέδιο κοινωνικό πείραμα και ένα μεταξύ τους στοίχημα. Αποκαθηλώνουν το διευθυντή της επιχείρησής τους (νταν ακρόιντ) κι αρραβωνιαστικό της ανιψιάς τους, καταστρέφουν τη ζωή του και παίρνουν στη θέση του ένα ζητιάνο μικροαπατεώνα (έντι μέρφι) για να δουν αν μπορεί να ανταποκριθεί εξίσου καλά στα καθήκοντά του κι αν ο προκάτοχός του ξεπέσει και μετατραπεί σε λούμπεν στοιχείο.

Το πείραμα πετυχαίνει κι η ανταλλαγή θέσεων ολοκληρώνεται με θεαματικά αποτελέσματα. Ο μικρολωποδύτης ζητιάνος μεταμορφώνεται σε έντιμο κι ικανότατο διευθυντικό στέλεχος κι έναν από κάθε άποψη αξιοσέβαστο τζέντλεμαν. Ενώ ο φλώρος δικηγόρος με τον αριστοκρατικό κύκλο και τις συνήθειες του γιάπη απομονώνεται από το περιβάλλον του, απελπίζεται και καταφεύγει στο ποτό, τη συντροφιά μιας ιερόδουλης και σε σπασμωδικές αντιδράσεις απόγνωσης στα όρια της νομιμότητας.

Ποιο είναι λοιπόν σύντροφοι το ηθικό δίδαγμα; Το βασικό μήνυμα που περνάει η ταινία –και δεν περιμένεις μάλλον να το συναντήσεις σε μια χολιγουντιανή παραγωγή- με κάπως χοντροκομμένο ίσως αλλά πολύ ευφυή τρόπο είναι πως οι κοινωνικές συνθήκες αποτελούν το καθοριστικό στοιχείο που διαμορφώνει τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα ενός ατόμου. Κι αντιστρόφως πως ακόμα και για τα ξεπεσμένα μέλη της υψηλής κοινωνίας, με ανώτερες γνώσεις κι αστική διαπαιδαγώγηση, οι ταξικοί φραγμοί αποδεικνύονται αξεπέραστοι και καθοριστικοί.

Παράλληλα υπάρχουν κάποια δευτερεύοντα μηνύματα σε διάφορα σημεία του έργου, πχ για τον κυνισμό των καπιταλιστών, που δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα λεφτά τους και παίζουν με τις «ζωές των άλλων» για τη διασκέδασή τους και για ένα στοίχημα του ενός δολαρίου!

Βλέπουμε ακόμα τον απόφοιτο νομικής του χάρβαρντ να οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα, όπου ανακαλύπτει εμπειρικά την πραγματική αξία των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του μπροστά στο όργανο της τάξης και στην ισχύ του κεφαλαίου, όταν ζητάει να ακολουθηθούν οι νόμιμες διαδικασίες και να γίνει κανονική δίκη, για να αποδείξει την αθωότητά του.

Αρχικά μάλιστα στρέφεται εναντίον του ζητιάνου που πήρε τη θέση του και τον θεωρεί αποκλειστικά υπαίτιο για την καταστροφή που βιώνει, χωρίς να υποψιαστεί στιγμή τους παλιούς εργοδότες του και τη δουλειά που έστησαν εις βάρος του. Περίπου δηλ όπως σκέφτεται σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης, που έχει μάθει να στοχοποιεί τους μετανάστες ή τους δημοσίους υπαλλήλους για όσα δεινά του συμβαίνουν και να θεωρεί τους εργοδότες του ένα είδος κοινωνικού ευεργέτη της.

Η ταινία δίνει επίσης μια πολύ γλαφυρή εικόνα της φρενίτιδας και της ανθρωποφαγίας που επικρατεί στο χρηματιστήριο, αυτό το ναό του καπιταλισμού, όπου τα πάντα μπορούν να ανταλλαχθούν, όπως λέει σε ένα σημείο για το παγκόσμιο κέντρο εμπορίου, που γκρεμίστηκε σε ερείπια μετά την 11η σεπτέμβρη. Προηγουμένως όμως μας έχει δείξει ποια είναι η ουσία αυτού του γνήσιου χρηματιστιριακού καπιταλισμού και του παιχνιδιού που παίζει. Ένα στοίχημα διαρκείας με κοινούς τζογαδόρους, κομπιναδόρους και μπλοφατζήδες και τεράστια ποσά, όπου επιτρέπονται τα πάντα.
Κι αυτό ακριβώς είναι το περιβάλλον στο οποίο προσαρμόζεται ταχύτατα και διαπρέπει ως μάνατζερ ο πρώην ζητιάνος-μικρωλοποδύτης, χρησιμοποιώντας –όχι φυσικά κάποιες ειδικές οικονομικές γνώσεις, αλλά- την πείρα του δρόμου και κοινά τεχνάσματα της πιάτσας, στην οποία ανατράφηκε.

Κάτι που μας επαναφέρει στο βασικό μας θέμα. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο βέβαια ότι η εργατική τάξη θα είναι σε θέση να κάνει πέρα τους ειδικούς και να διευθύνει μεγάλες βιομηχανικές μονάδες ή κι ολόκληρους παραγωγικούς κλάδους, αμέσως μόλις πάρει στα χέρια της την εξουσία και τα κλειδιά της οικονομίας. Αλλά είναι μάλλον σίγουρο πως η διευθυντική πείρα, οι νέες συνθήκες της κοινωνίας του μέλλοντος και η κατάλληλη διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης θα αυξήσουν κατακόρυφα τις γνώσεις και τις ικανότητές της σε αυτό το κομμάτι.

Παραμένει ωστόσο το ερώτημα για τη σχέση του κοινωνικού περιβάλλοντος με τον χαρακτήρα μας και τη συνείδησή μας, που δε συνδέονται τόσο άμεσα και μηχανικά όσο φαντάζονται ίσως αυτοί που κατηγορούν αφ’ υψηλού τους κομμουνιστές, γιατί δεν έχουν καταφέρει να πείσουν τις μάζες και να αυξήσουν κατακόρυφα τις δυνάμεις τους εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης –κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ εξάλλου ιστορικά. Και ξεχνούν πως η ενσωμάτωση και οι αυταπάτες μπορεί να αυτονομηθούν από τους παράγοντες που τις δημιούργησαν και να συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά από αυτούς.

Η οικονομική εξαθλίωση δε ριζοσπαστικοποιεί αυτομάτως τις λαϊκές συνειδήσεις. Μιλώντας λίγο αφοριστικά, ένα εξαθλιωμένο προλεταριάτο που έχει μάθει να σκύβει το κεφάλι, θα συνεχίσει να το κάνει παζαρεύοντας κάθε φορά πόσα θα χάσει.


Ενώ ένα δυνατό, διεκδικητικό κίνημα, με ταξική οργάνωση και πολιτική συγκρότηση, θα αυξάνει τη δύναμή του μέσα από τις κατακτήσεις και τους νικηφόρους αγώνες του και δε θα χαθεί στο τυράκι που μας προσφέρουν για να μας εξαγοράσουν.

Αλλά αυτό θα είναι το θέμα μιας επόμενης ανάρτησης.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Περί αλλοτρίωσης

Τι εστί αλλοτρίωση; Μην είναι καμία απ’ αυτές τις έννοιες που πετάνε όπου βρουν οι κουλτουριάρηδες, για να ψαρώσουν το κοινό τους, να μην τους καταλαβαίνει κανείς και να φαντάζουν περισπούδαστοι; Ή μήπως καμιά έννοια από τα πρώτα έργα του νεοχεγκελιανού μαρξ, που μυρίζουν ιδεαλισμό και πρέπει να τα βλέπουμε με επιφύλαξη –αν δεν τα απορρίπτουμε, όπως ο αλτουσέρ; Κι αν τελικά δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, δεν είναι παρόλα αυτά μια σχετικά δυσπρόσιτη έννοια, στην οποία σκοντάφτουμε και τρώμε τα μούτρα μας, ενώ περιτριγυρίζουμε συνεχώς τον ορισμό της, χωρίς ποτέ να τον καταλαβαίνουμε πλήρως;

Δε θα διαφωνήσω ακριβώς σ’ αυτό το τελευταίο. Αλλά όταν σκοντάφτουμε σε μια φιλοσοφική έννοια, μπορεί κάποιες φορές να μας βοηθήσει η ετυμολογική της ανάλυση και να μας δώσει πληροφορίες κι υλικό, που θα δυσκολευόμασταν να προσεγγίσουμε διαφορετικά.

Η αλλοτρίωση ξεκινά από την παραγωγή κι αναφέρεται σε έναν αλλότριο σκοπό, που δεν είναι δικός μας, ή δεν τον νιώθουμε τέτοιο, και μας υποτάσσει στη μηχανή του σα γρανάζια χωρίς βούληση, υποδουλώνει κάθε μας δράση κι ενέργεια, κάθε δημιουργική δύναμη και την καθιστά κενή, ξένη στον εαυτό μας και την ουσία του. Η εργασία μετατρέπεται έτσι σε αγγαρεία και μισθωτή δουλεία, σε μια άσκοπη, μονότονη, επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα, που απορροφά κάθε ζωτικότητα, κάθε χυμό του εργαζόμενου, εντείνει την κούραση του μυαλού πρωτίστως και τον καθιστά πνευματικό ράκος, ανίκανο να αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο του, παρά μόνο για να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να τις ξοδέψει πάλι την επόμενη μέρα στη δουλειά.

Όπως λέει και μια φράση που έχει βάλει προμετωπίδα ο οικοδόμος στο ιστολόγιό του: ανάθεσέ μου μια δουλειά, όπου μπορώ να βάλω ένα κομμάτι του εαυτού μου και δεν είναι δουλειά, είναι τέχνη! Κι όταν αυτό ισχύσει για όλη την κοινωνία, θα είμαστε ήδη στον ώριμο κομμουνισμό, όπου η εργασία χάνει τον καταναγκαστικό της χαρακτήρα και γίνεται αυτοσκοπός, δημιουργία, παιχνίδι, δηλ όλα τα στοιχεία που εκφράζει κι εκπροσωπεί η τέχνη.

Όταν όμως δε συμβαίνει αυτό, η εργασία γίνεται αλλοτριωτική, γιατί δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας σε αυτό που κάνουμε, δεν αναπτύσσουμε την προσωπικότητά μας, συμμετέχουμε μηχανικά, με τη λογική της μίνιμουμ προσπάθειας και της τυπικής παρουσίας – απουσίας· προσπαθούμε να το αποφύγουμε, να μειώσουμε την ένταση και τη διάρκειά του, να λουφάρουμε με άλλα λόγια, να κερδίσουμε χρόνο μακριά του, όπως με την αρρώστια, που τρώει το μέσα μας, μας σακατεύει ψυχικά και μας εξασθενίζει.

Η αλλοτρίωση είναι επίσης συνώνυμο της αποξένωσης, όπου ο άνθρωπος νιώθει έξω από τα νερά του, αναρωτιέται όπως ο χεμινγουέι «τι γυρεύω εγώ εδώ;» και ψάχνει απεγνωσμένα να βρει ένα νόημα που να τον ορίζει, να γεμίζει τη ζωή του, να του δίνει ένα στήριγμα στην καθημερινή βιοπάλη. Αυτή η αποξένωση παίρνει διάφορες μορφές. Ο εργαζόμενος αποξενώνεται απ τα μέσα παραγωγής και το προϊόν της εργασίας του –κατά συνέπεια αδιαφορεί για τα αποτελέσματα και τους καρπούς που δίνει και αρχίζει να την εκτελεί ψυχρά και μηχανικά, χωρίς μεράκι, χωρίς να δίνει και να αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αυτό που κάνει. Παράλληλα αποξενώνεται από συναδέλφους του και τα άλλα αδέλφια της τάξης του, που τους βλέπει ως ξένους, εχθρούς, ανταγωνιστές, απειλή για τη δική του θέση, που χειροτερεύει διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Και βιώνει αυτή την αποξένωση και στις άλλες κοινωνικές του σχέσεις, κατ’ εικόνα κι ομοίωση με τη δουλειά του. Μετατρέπεται σε λύκο κατά το πρότυπο του χομπς (homo homini lupus est).

Μιλήσαμε πιο πάνω για την ουσία του εαυτού μας και του ανθρώπου· αλλά πώς θα μπορούσαμε να την ορίσουμε; Η αλλοτρίωση νοείται ως απομάκρυνση από την ουσία του ανθρώπου, την οποία ο χέγκελ προσπάθησε να βρει στο πνεύμα και σε ένα ανώτερο ιδεώδες, μακριά από τον πραγματικό υλικό κόσμο, ενώ ο υλισμός του φόιερμπαχ τον εντόπισε αφηρημένα σε κάποια δοσμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου, χωρίς να τα εξετάζει στην κίνησή τους και τη ζωντανή τους πορεία στον χρόνο. Ο μαρξ αντίθετα βρήκε την απάντηση στην κίνηση και την εξέλιξη του πραγματικού υλικού κόσμου, της κοινωνίας και όρισε την ουσία του ανθρώπου ως το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων· και στο επίκεντρο αυτών των σχέσεων βρίσκεται (όχι στεγνά η οικονομική βάση, αλλά) η παραγωγή, η εργασία, που κάνει άλλωστε τον άνθρωπο να διαφέρει από τα υπόλοιπα ζώντα είδη. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο άνθρωπος (κι όχι κάποια άψυχη μηχανή) παραμένει η βασική παραγωγική δύναμη αλλά κι η αποκλειστική πηγή κέρδους για το κεφάλαιο στη σημερινή κοινωνία.

Ας φανταστούμε λοιπόν ποια μπορεί να είναι σήμερα η ουσία στη ζωή ενός μακροχρόνια άνεργου ή και άλλων εργαζόμενων σε μια κοινωνία άγριας ταξικής εκμετάλλευσης· όπου καλούμαστε να επιβεβαιώσουμε την ουσία του είδους μας και της ύπαρξής μας έξω από την εργασία μας, δηλ την κατεξοχήν δημιουργική δραστηριότητα της ζωής μας. Κι όπου η παραγωγή δεν έχει ως σκοπό της την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών αλλά την ανταλλαγή, την παραγωγή εμπορευμάτων και το κέρδος που αποφέρουν. Έτσι ο κάθε παραγωγός εξαρτάται από το αν θα πουλήσει ή όχι τα προϊόντα του, συνδέει άμεσα με το εμπόριο την ύπαρξη και τη σκέψη του, αρχίζει ασυνείδητα να βλέπει τις ανθρώπινες σχέσεις ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων.

Κι αυτή ακριβώς είναι η έννοια του φετιχισμού του εμπορεύματος, που ανέλυσε πρώτος ο μαρξ. Φετίχ είναι να παίρνεις μια πλευρά, μια επιμέρους πτυχή και να αναπληρώνεις το σύνολο, να υποκαθιστάς πχ τον έρωτα και τη γυναίκα που δεν έχεις με τα εσώρουχά της, τη χαμένη ζωή με τα προϊόντα που υπόσχονται να σου αγοράσουν την ευτυχία, την αντικαπιταλιστική πάλη με το νόμισμα –που δεν είναι φετίχ, όπως είχε πει κι ο μέγας αλέξης της ελληνικής πολιτικής.

Γι’ αυτό κι η λύση δεν είναι προφανώς να γυρίσουμε πίσω στην εποχή των μικρών παραγωγών του χωριού και να φέρουμε την εμπορευματική παραγωγή σε πιο ανθρώπινα μέτρα, ούτε κάποιο είδος εναλλακτικού εμπορίου με αυτοδιαχείριση, που επιστρέφει φαινομενικά στον παραγωγό το προϊόν της δουλειάς του και τα μέσα παραγωγής, αλλά διατηρεί στο ακέραιο την αγορά, τον ανταγωνισμό και τα εμπορεύματα, ως βασικές πηγές αλλοτρίωσης.

Τα γράφει πολύ καλά κι ο καζαντζάκης, στον επίλογό του από το «ταξιδεύοντας στη ρουσία», όπου παρομοιάζει τη σοβιετία με ηφαίστειο, που παραμένει ενεργό κι απειλεί την παρηκμασμένη πομπηία του καπιταλιστικού κόσμου. Και παρακάτω λέει.

Κρίσιμη, οδυνηρή η στιγμή που περνούμε. Ο άνθρωπος πιάστηκε στους τροχούς της μηχανής, δεν μπορεί πια να ξεφύγει. Ξαπόλυσε τις δαιμονικές ποσότητες της ύλης και τώρα δεν μπορεί πια να τις υποτάξει στη μυστική ποιότητα, στην ψυχή του. Το πνέμα που υπόταξε την ύλη τώρα υλοποιείται κι αυτό, γίνεται παράρτημα της μηχανής και την ακολουθάει σαν ύλη.
Πολλοί ονειροπόλοι προτείνουν: «Η μόνη σωτηρία, να γυρίσουμε στην παλιάν απλότητα, να λιγοστέψουμε τις ανάγκες μας, μα καταργήσουμε τη σημερινή πολυπλοκότητα της ζωής, που δε μας αφήνει μια στιγμή λεύτερους. Μονάχα έτσι το κάθε κομμάτι της ύλης που θα δουλεύουμε θα γιομώνει πάλι ψυχή. Πώς δούλευαν το μεσαίωνα; Η πέτρα, το ξύλο, το μέταλλο ζωντάνευαν, αλάφρωναν, γίνουνταν πνέμα κάτω από την υπομονετικήν ερωτική αναπνοή του εργάτη. Ας ακολουθήσουμε κι εμείς το δρόμο αυτόν, ας γυρίσουμε πίσω!»
Ρομαντικές επιπολαιότητες. Ν’ απλοποιήσουμε τη ζωή μας, να γυρίσουμε πίσω στο μεσαίωνα, στις Αγάπες των πρώτων χριστιανών ή ακόμα πιο πίσω, στην πρωτόγονη κοινοχτημοσύνη των άγριων –όλα τούτα είναι ονειροπολήματα ανίκανων ανθρώπων. Η ζωή δε γυρίζει πίσω· πάει μπροστά συντρίβοντας όσους δεν μπορούν να την ακολουθήσουν. Ας πάμε μαζί της. Κι ακόμα πιο πολύ: ας τη σπρώξουμε να πάει πιο πέρα. Έτσι μονάχα θα τη βοηθήσουμε να περάσει την απαραίτητη τούτη περίοδο της μηχανοποίησης και να λευτερωθεί. Η λύση βρίσκεται πάντα μπροστά, ποτέ πίσω.

Ο εργάτης δεν μπορεί σήμερα, όπως στο μεσαίωνα, ν’ αγαπήσει το έργο του. Το μεσαίωνα δούλευε με υπομονή κι έρωτα την ύλη. Αμοιβή του θεωρούσε όχι μονάχα, το μεροκάματο παρά, πολύ περισσότερο, την αναγνώριση των ανθρώπων ή της κοινότητας που του ‘δωκε την παραγγελιά. Κι ακόμα πιο μεγάλη αμοιβή ένιωθε την ίδια τη χαρά δημιουργώντας ένα ωραίο ή ένα χρήσιμο έργο.
Σήμερα ο εργάτης καμιάν εσωτερική σχέση δεν έχει με το έργο του. Πώς είναι δυνατό να ‘χει; Δουλεύει χρόνια από το πρωί ως το βράδυ, κάνει την ίδια πάντα κίνηση, εχτελεί μηχανικά μια λεπτομέρεια, χωρίς να ενδιαφέρεται μήτε για το σύνολο μήτε για την ωραιότητα ή τη χρησιμότητα της δουλειάς του. Γιατί να ενδιαφέρεται; Δουλεύει κι η προσωπική του συνεισφορά, καμιά θεμελιακήν αξία δεν μπορεί να ‘χει στην ποιότητα του έργου.
Κι ακόμα περισσότερο: μισεί το έργο που κάνει, το μισεί γιατί νιώθει πως το έργο αυτό ολοενα και τον αποχτηνώνει, του σκοτώνει την ψυχή και το σώμα. Το μισεί ακόμα γιατί ξέρει πως όλοι του οι κόποι παχαίνουν και πλουτίζουν τ’ απάνθρωπα αφεντικά του, τους κεφαλαιούχους. Αυτός, η γυναίκα του, τα παιδιά του, τ’ αγγόνια του, γενεές γενεών, θ’ αποχτηνώνουνται, μεροδούλι, μεροφάι. Επομένως μόνη του φροντίδα είναι να λιγοστέψει, όσο μπορεί, τις εργάσιμες ώρες και να μεγαλώσει, όσο μπορεί, το μεροκάματο.

Μην του πείτε, για να τον παρηγορήσετε, πως δουλεύει για την κοινωνία ή για το κράτος. Μισεί την κοινωνία τούτη που τόσο άνομα έχει μοιραστεί τις απόλαυσες και τους κόπους, που ‘χει θεσπίσει την αδικία, τη σκληρότητα, την εκμετάλλεψη του αντρός, την εξαχρείωση της γυναίκας. Μισεί το κράτος που υποστηρίζει ορισμένη κοινωνική τάξη –αυτή που εκμεταλλεύεται τον ιδρώτα και την πείνα του λαού και πλουτίζει.
Τι πρέπει να γίνει; Όπως γρηγόρεψε ο ρυθμός της ζωής, ανάγκη αναρίθμητοι άνθρωποι να δουλεύουν στις φάμπρικες, κάτω στη γης, στη θάλασσα. Να γυρίσει πίσω ο εργάτης στη μεσαιωνική απλότητα κι αγάπη, αδύνατο. Καμιά ελπίδα μεταθανάτιας αμοιβής δεν τους ξεγελάει πια· τίποτα πια δεν μπορεί να τους δώσει εγκαρτέρηση κι υπομονή. Η γης τούτη είναι η κόλαση, η γης τούτη είναι κι η παράδεισο· εδώ πρέπει να ξεσπάσει η αμοιβή κι η τιμωρία.

Με άλλα λόγια μια μεγάλη αντίφαση της εποχής μας (παράγωγη της βασικής αντίθεσης μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης των καρπών της) είναι η εξής: ο εργαζόμενος αποκτηνώνεται κι αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο στα πλαίσια μιας παραγωγής, όπου ο κοινωνικός της χαρακτήρας φτάνει σε πρωτόγνωρα ύψη, συνδέοντας διάφορες παραγωγικές μονάδες σε παγκόσμια κλίμακα κι εισάγοντας στη δουλειά όλο και περισσότερους προλετάριους –παράλληλα με τη δραματική αύξηση της ανεργίας στο δυτικό κόσμο.

Η λύση λοιπόν δε βρίσκεται στο παρελθόν των ταξικών, εμπορευματικών κοινωνιών, αλλά στην υπέρβασή του και τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική, που θα ενώσει την ανθρωπότητα (αφού τσακίσει πρώτα τους εχθρούς της), θα αναπτύξει τον άνθρωπο ως κοινωνική προσωπικότητα και θα πάρει από τον καθένα ό,τι καλύτερο μπορεί και διαθέτει.


Υγ: για όσους σφους αναγνώστες θέλουν να εντρυφήσουν περισσότερο στην έννοια της αλλοτρίωσης, η κε του μπλοκ συνιστά το βιβλίο του ρούση «ο λόγος στην ουτοπία» (εκδόσεις γκοβόστη) και του ούγγρου μέσαρος «η θεωρία του μαρξ για την αλλοτρίωση», που μπορείτε να το βρείτε εδώ και να το κατεβάσετε για να το διαβάσετε.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Η μπαλάντα της παναριστεράς

Φέτος την πρωτοχρονιά η κε του μπλοκ το έριξε στις ευχετήριες μαντινάδες με ένα συναγωνιστή της άλλης πλευράς και ο οίστρος για την κατάλληλη απάντηση και μια πληρωμένη ανταπάντηση (γιατί το πάθος για συνδικαλιά, είναι δυνατότερο από όλα τα κελιά) μου έδωσε την έμπνευση για τα παρακάτω ημιτελή μα κάθε άλλο παρά πένθιμα στιχάκια. Τα οποία μένουν ημιτελή για να εμπλουτιστούν με τις προτάσεις των σφων αναγνωστών και να πάρουν αργότερα οριστική μορφή.

Με πλάγια γραφή είναι ο διάλογος και με κανονική η αφήγηση. Στο διάλογο συμμετέχουν ένας ενωτικός παναριστερός κι ένας δικός μας «δογματικός σεχταριστής». Όσα λέει ο πρώτος έχουν τονιστεί με έντονη γραφή για να ξεχωρίζουν.

Ο ενωτικός αριστερός, κάνει τις έχθρες πέρα
Κι αφού πρώτα ενώθηκαν ενάντια και μέρα
Ζητάει παναριστερά, θέλει να κυβερνήσει:
 -Αφήστε το σεχταρισμό και πιάστε το

Οι εκλογές μας έρχονται, εμπρός βήμα ταχύ
Να τις προϋπαντήσουμε όλοι οι αριστεροί
Και μες στο 14’ ο σαμαράς να φύγει
Θα γίνουμε εμείς πολλοί κι αυτοί θα είναι λίγοι

Κι όταν του απολογισμού, θα έρθει εκείνη η ώρα
Θα είναι κατακόκκινη ολόκληρη η χώρα
-Και τότε θα ξυπνήσετε. Θα αλλάξεις προσκεφάλι
Θα περιμένεις να φανεί η μέρα η μεγάλη

-Η μέρα εκείνη δε θα αργήσει, καλοί μου παναριστεροί
Κι ο αλέξης θα μας τραγουδήσει για εξουσία λαϊκή.
-Σε πήρε κάποτε η φύση, σε πήραν οι αναρχικοί
Μα τώρα άλλαξες τροπάρι και θα τους ρίξεις το κουκί

-Βάλε εσύ τη μουσική, να βάλω εγώ τον ήχο
Κι όλοι μαζί με δύναμη να ρίξουμε τον τοίχο
Που μας κρατάει μακριά με μια διχόνοια στέρφα
Και διαχωρίζει τεχνητά τα ταξικά αδέρφια

-Βάλε εσύ μια φωνή κι αν δεν είμαι εκεί,
χάρη να μη με λένε.
-Κι ασ’ το φλωράκη ήσυχο, το 89’ το δύστυχο
για νάβρεις ποιοι σου φταίνε

-Μαζί να χτυπάμε, χωριστά να βαδίζουμε
Και έτσι μονάχα, τους αστούς θα κερδίζουμε
Με ενότητα σούπα μες στο βάλτο θα πέσουμε
Μονάχοι θα πάμε και σε όποιον αρέσουμε

Τι απέγινε ο φίλος μας; Πώς πήγε ο αρραβώνας;
Ήρθε άνοιξη για το λαό ή ο βαρύς χειμωνας;
Έφτιαξε μέτωπο κοινό μαζί με τα ρετάλια;
Τον πείσανε με το καλό ή ήθελε παρακάλια;

Με άλμα μεταβατικό, με ένα διπλό ρεσάλτο
Συμμάχησε και κύλησε ολοταχώς στο βάλτο
Και προδομένος γύρισε στην πρώτη του αγάπη
Χάλαγε το σαπούνι του, πλένοντας τον αράπη
Κι έψαχνε στους ρεφορμιστές να βρει φρούδες ελπίδες
Να γράψουνε μαζί τρανές, ιστορικές σελίδες
Να κλείσουν κι ένα ραντεβού στη δόλια ιστορία
Που ξέμεινε από παπατζή κι από πρωτοπορία
Να δώσουνε από κοινού μάχες πολλές κι ωραίες
Να αγωνιστούνε για αλλαγή κι άλλες φρέσκιες ιδέες
Ο ένας να δείχνει την ταξίμ, το σύντροφο τον τούρκο
Κι ο άλλος το μέγαρο μαξίμ’ και να κυλάει στο βούρκο